αἰτίωμα

αἰτίωμα
αἰτίωμα, τος, τό (PFay 111, 8 [95 A.D.]=αἰτίαμα Aeschyl., Thu.; W-S. §5, 21d; Mlt-H. 354) charge, complaint αἰ. καταφέρειν bring charges Ac 25:7.—DELG s.v. αἴτιος. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αιτίωμα — αἰτίωμα, το (Α) [αἰτιῶμαι] απόδοση ενοχής, κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • αἰτιώμασιν — αἰτίωμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιώματα — αἰτίωμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”